Αν ο χειριστής είχε καταντήσει την πολιτεία σπήλαιο, όχι ιδεών, αλλά καταγεγραμμένων καταστάσεων, ο καινούργιος ρυθμιστής θα τη μεταμορφώσει σε φαρμακείο ελεύθερης διακίνησης φαρμάκων, όπου ο συγγραφέας αγωνιά να τονίσει την αμφισημία της λέξης. Ανεξάρτητα όμως αν ο αναγνώστης γνωρίζει ή όχι την «Πλάτωνος φαρμακεία» ενός Ζακ Ντεριντά, η αλληγορία προβάλλει αρκούντως ευκρινής. Σε αντίθεση με το δεύτερο αφήγημα, που δείχνει κρυπτικό, αν όχι υπερβαλλόντως απλουστευτικό. Μια παράσταση χωρίς σκηνοθέτη, με ηθοποιούς τους θεατές και απόλυτο κυρίαρχο τον χειριστή των φωτισμών. Αυτός ρυθμίζει το σημαντικό και το ασήμαντο, ανακηρύσσοντας σταρ όποιον κάνει τούμπες, για όσο χρόνο τις κάνει. Αν πρόκειται για αλληγορία του σύγχρονου βίου, τι θέλει άραγε να πει ο συγγραφέας με τις δύο συνευρέσεις, σε διαφορετικές στάσεις, τη μια στο δάπεδο της πλατείας και την άλλη επί σκηνής, ενώ παρεμβάλλεται αφόδευση σε τουρκική τουαλέτα, όπου ο ατακτούλης θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τον χειριστή, όχι όμως πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά μέσω των ειδώλων τους στον καθρέφτη; Πιθανώς να πρόκειται για περαιτέρω διάλογο του συγγραφέα με νεότερους φιλοσόφους. Πάντως και τα δύο αφηγήματα ξεκινούν με έναν άνθρωπο εν συγχύσει, που προσπαθεί να διαχωρίσει σωματικά ερεθίσματα και παραισθήσεις, όπου οι σκέψεις περιορίζονται στα στοιχειώδη, ενώ γενικότερα εκφράζεται ζωώδης βουλιμία για φαγητό και σεξ. Εν τέλει ζοφερές αλληγορίες για υπανθρώπους υπό επιτήρηση και κυβερνώντες υποβαθμισμένους σε χειριστές καταστάσεων.